ὁμοιοπαθής

ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπαθής, ές (ὅμοιος, πάσχω; Pla., Rep. 3, 409b, Tim. 45c; Theophr., HP 5, 7, 2; Wsd 7:3; 4 Macc 12:13; Philo, Conf. Lingu. 7; Just.; Tat. 35, 2) pert. to experiencing similarity in feelings or circumstances, with the same nature τινί as someone Ac 14:15; Js 5:17.—DELG s.v. ὅμοιο. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιοπαθής — having like feelings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιοπαθής — ές (ΑΜ ὁμοιοπαθής, ές) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα ίδια δεινά με άλλον ή με άλλους 2. (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. για πρόσωπα, αυτός που έπαθε τα ίδια με άλλον. 2. για πράγματα, αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλους, που επηρεάζεται από τους ίδιους νόμους ή συνθήκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοιοπαθῇς — ὁμοιοπαθέω have similar feelings pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπαθῆ — ὁμοιοπαθής having like feelings neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοιοπαθής having like feelings masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοιοπαθής having like feelings masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπαθές — ὁμοιοπαθής having like feelings masc/fem voc sg ὁμοιοπαθής having like feelings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπαθοῦς — ὁμοιοπαθής having like feelings masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπαθέες — ὁμοιοπαθής having like feelings masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπαθέσι — ὁμοιοπαθής having like feelings masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπαθέσιν — ὁμοιοπαθής having like feelings masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπαθέστατοι — ὁμοιοπαθής having like feelings masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”